βιβλιοφάγος

βιβλιοφάγος
-ο
1. αυτός που διαβάζει πολλά βιβλία
2. το αρσ. ως ουσ. έντομο που καταστρέφει το χαρτί ή το δέσιμο των βιβλίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + -φάγος < (θ.) φαγ-, έφαγον (αόρ. β' του εσθίω
πρβλ. αγγλ. bibliophage). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Ιωάννη Βαλέτα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βιβλιοφάγος — ο 1. έντομο που τρώει τα βιβλία, βιβλιόψειρα. 2. μτφ., αυτός που διαβάζει πολλά βιβλία: Πάντα ήταν, είναι και θα είναι αχόρταγος βιβλιοφάγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοφαγία — η [βιβλιοφάγος] το να διαβάζει κανείς γρήγορα πολλά βιβλία …   Dictionary of Greek

  • βιβλιόψειρα — η καταστρεπτικό για τα βιβλία έντομο, που τρέφεται με χαρτί, δέρμα ή ξύλο, βιβλιοφάγος …   Dictionary of Greek

  • φιλαναγνώστης — ο θηλ. ώστρια ο φίλος της ανάγνωσης, ο φίλος των βιβλίων, ο βιβλιόφιλος, ο βιβλιοφάγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”